στεριανός

στεριανός
-ή, -ό
αυτός που ζει στο εσωτερικό μιας χώρας μακριά από τη θάλασσα ή αυτός που προέρχεται από τη στεριά: Είναι στεριανοί και δεν ξέρουν από καράβια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στεριανός — ή, ο, Ν 1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. ανός (πρβλ. χωρι ανός)] …   Dictionary of Greek

  • συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] …   Dictionary of Greek

  • αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… …   Dictionary of Greek

  • μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • απόγειο — I απόγειο, το και απόγαιο, το 1. η μέγιστη απόσταση της Σελήνης ή άλλου πλανήτη από τη Γη. 2. το ανώτερο σημείο, η ακμή: Η Αθήνα στα χρόνια του Θεμιστοκλή είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας της. II ο στεριανός αέρας: Το βραδάκι μάς δρόσιζε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηπειρώτης — ο 1. στεριανός. 2. ως κύρ. όν., Ηπειρώτης, ο θηλ. Ηπειρώτισσα κάτοικος της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χερσαίος — α, ο ηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”